- ὀχλοτερπής
- ὀχλο-τερπής, ές,A delighting the mob, Poll.4.31,96.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχλοτερπής — ὀχλοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον όχλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + τερπής (< τέρπω)] … Dictionary of Greek
ὀχλοτερπῆ — ὀχλοτερπής delighting the mob neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀχλοτερπής delighting the mob masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀχλοτερπής delighting the mob masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχλοτερπεῖς — ὀχλοτερπής delighting the mob masc/fem acc pl ὀχλοτερπής delighting the mob masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek